- εὐίδρως
- εὐίδρως, ωτος, ὁ, ἡ,A easily perspiring, Thphr.Sud.20: but neut. [full] εὔιδρον, ib.19:—also [full] εὐίδρωτος, ον, Gal.6.222: pl.
εὐίδρωτα Arist. Pr.867b35
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐίδρωτα Arist. Pr.867b35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευίδρως — εὐίδρως, εὔιδρον και εὐίδρωτος, ον (Α) αυτός που ιδρώνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ιδρώς] … Dictionary of Greek
ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek